Η γιαγιά ήταν-δεν-ήταν 45 ετών (τότε οι κοπέλλες παντρευόντουσαν απο τα 12), χήρα που αν και έχασε τον σύντροφό της αρνήθηκε να το βάλει κάτω και να κλειστεί στο μοναστήρι αλλά και για να μην προκαλεί τα ήθη του χωριού, μετακόμισε σε ένα ωραίο σπιτάκι μέσα στο δάσος έτσι ώστε και το κέφι της έκανε και κανείς δεν ασχολιόταν μαζί της, τουλάχιστον φανερά. Στα κρυφά όλοι οι νεαροί του χωριού την επισκέπτονταν, χωριστά απο τους πατεράδες τους όμως. Ο καθένας έπαιρνε τις προφυλάξεις του. Φανερά όμως έκανε και τη μάγισσα, ξεμάτιαζε, έφτιαχνε φίλτρα έρωτα και μαντζούνια για τη γονιμοποίηση, άκουγε μυστικά και βοηθούσε και σε καμμιά έκτρωση.
Κάτι δροσερό της χάίδευε το πρόσωπο. Ανοιξε τα μάτια και είδε ότι γέμισαν κλαδιά και ουρανό. Ηταν ξαπλωμένη πάνω σε παχιές πευκοβελόνες και ένας άγνωστος ήταν πλάί της και της δρόσιζε το πρόσωπο με ένα βρεγμένο πανί. Εκανε να σηκωθεί, αλλά ο νέος δεν την άφησε, “ξεκουράσου λίγο” της είπε “τρομαξες”. Τον κύτταξε και διαπίστωσε οτι ήταν πολύ ελκυστικός αλλά άγνωστος πρός εκείνη. Ανασηκώθηκε αργά και ίσιωσε τα τσαλακωμένα της ρούχα. Η φούστα της ήταν σηκωμένη μέχρι πάνω απο τα γόνατα, το μεσοφόρι της ήταν πεσμένο κοντά στους αστραγάλους της. Ντράπηκε και κάπως τα συμμάζεψε. Μετά εψαξε στο πανέρι της για να του δώσει κάτι..εκείνος όμως τη σταμάτησε.
”Δεν θέλω αμοιβή”, της είπε “αν όμως επιμένεις να μου δώσεις κάτι, δώσε μου το κυλοττάκι σου”.
Της Κ. της κόπηκε η ανάσα, ίδρωσε κάτω απο τις μασχάλες της και ιερό υγρό έσταξε ανάμεσα απο τα σκέλη της. Κατακόκκινη του γύρισε τη πλάτη, με αργές κινήσεις σήκωσε τη φούστα της, το μεσοφόρι της και κατέβασε το κάτασπρο βαμβακερό βρακάκι. Δεν ήταν καθαρό. Ντράπηκε αλλά του το έδωσε. Εκείνος το πήρε και γελώντας το έβαλε στο σάκκο του. Τη χαιρέτησε με υπόκλιση μέχρι κάτω, και αναχώρησε.
Η Κ προχώρησε πρός το σπίτι της γιαγιάς της με αργά βήματα. Εκαιγε ολόκληρη και έσταζε ιδρώτα. Λοξοδρόμησε πρός το κοντινό ποταμάκι για να δροσίσει το μέτωπό της λίγο. Το νερό ήταν όντως βάλσαμο, έπλυνε το πρόσωπό της, έρριξε και στα χέρια της..κύτταξε προσεκτικά γύρω της και δεν είδε κανέναν..έβγαλε τη κάπα της, τα παπούτσια της, τη μπλόύζα και τη φούστα της, έβγαλε και το μεσοφόρι και βούτυξε.. αχ! Το δροσερό νερό την αγκαλιασε σαν μπράτσα εραστή. Εκανε και μερικές βουτιές. Αργά άρχισε να κολυμπάει πρός την ακτή..όταν ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΛΥΚΟ πάλι. Είχε ανδρικό σώμα, έμοιαζε με τον κλέφτη της κυλόττας της, μόνο που το κεφάλι του ήταν σαν του λύκου. Είχε καθίσει δίπλα στα ρούχα της και την κύτταζε. Η Κ. ξαναπήγε στα βαθιά και κάθισε εκεί μέχρι που άρχισε να παγώνει.. έπρεπε να βγεί.
“Σε παρακαλώ” του είπε “μη κυττας”.
“Εντάξει” της απάντησε “υπό έναν όρο”
“Ποιός είναι ο όρος?”
“Θα πάρω τα ρούχα σου για ενθύμιο”
“Αν τα πάρεις, θα κρυώνω”
“Μη φοβάσαι, δεν θα κρυώσεις”
Ετσι σκέπασε τα μάτια του ο λύκος και η γυμνή Κ βγήκε απ το νερό, φόρεσε τα παπούτσια της και τυλίχθηκε στην κόκκινη κάπα της. Ο λύκος σηκώθηκε πήρε τα υπόλοιπα ρούχα της, τα έβαλε στον σάκο του, έκανε μία υπόκλιση μέχρι κάτω και αναχώρησε.
Η Κ τώρα ήταν τρομοκρατημένη. Τρέχοντας σχεδόν έφθασε στο σπίτι της γιαγιάς χωρίς λοξοδρόμηση και κλαίγοντας. Η γιαγιά άκουσε την ιστορία της μέσα απο τα αναφυλλητά, την καθησύχασε, την έβαλε στο κρεββάτι της, της ετοίμασε και μία σούπα, και η μικρή κοιμήθηκε σχεδον αμέσως. Αφού βεβαιώθηκε ότι η μικρή ήταν παραδομένη στον Μορφέα, άνοιξε τη διπλανή πόρτα. Ο λύκος - άνδρας μπήκε μέσα γελώντας, φέρνοντας τα ρούχα της Κοκκινοσκουφίτσας και 3 λαγούς που είχε σκοτώσει στο δρόμο. Θα τρώγανε θαυμάσια μετά. Η γιαγιά πήγε στο μαγειριό να γδάρει το κυνήγι και ο κυνηγός γδύθηκε. Χώθηκε στο κρεββάτι με την κοιμισμένη Κ και αφιέρωσε το κεφάλαιο αυτό της ζωής του στον έρωτα. Πρώτα γευόμαστε τις χαρές της Γής, μετά όταν κορεσθούν οι αισθήσεις θα έρθει και το φαγητό. Και χορτασμένοι ξαναπαραδιδόμαστε στον έρωτα.