CLICK HERE FOR BLOGGER TEMPLATES AND MYSPACE LAYOUTS »

7/9/09

Η Χιονάτη


Μία μέρα στη μακρινή Ανατολή, ένας Ινδός κόμης ταξίδευε με την ακολουθία του μέσα στη καταχνιά του πρωϊνού. Ξαφνικά τα σκυλιά άρχισαν να γαυγίζουν με μανία και να γογγύζουν. Η πομπή σταμάτησε και οι ανιχνευτές ρίχτηκαν στη περιοχή και με δίχτυα έπιασαν και έδεσαν μία κοπελίτσα. Το κορίτσι ήταν τυλιγμένο με κουρέλια, λευκό με γαλανά μάτια και μαύρα μαλλιά, βρώμικο και τρομαγμένο. Ο Κόμης εδωσε διαταγή, να τη βάλουν σε ένα άλογο και να επιστρέψουν όλοι στο μέγαρό του, το ταξείδι αναβάλλεται επ ‘ αόριστον.


Ο Κόμης ερωτεύτηκε ΄το κορίτσι με το που το είδε παγιδευμένο στα δίχτυα σαν λαβωμένη τίγρη, είχε λευκό δέρμα, κόκκινα μαγουλάκια, μπλέ μάτια και μαύρα μακρυά μαλλιά. Την ονόμασε “Χιονάτη” και την υιοθέτησε σαν “κόρη” του εγκαθιστώντας τη στο μέγαρό του, σε άλλη όμως πτέρυγα απο τη συζυγό του. Την επισκέπτεται σε καθημερινή βάση, να τη ξυπνήσει, ντύσει, ταϊσει, παίξει μαζί της, βγάλει περίπατο και το βράδυ να τη γδύσει, πλύνει και βάλει στο κρεββάτι της. Το λευκό της δέρμα τον φουντώνει, όπως ξεπροβάλλει απο τη παρθενική της νυχτικιά, τα στρογγυλά της στήθη, τα καμπυλωτά οπίσθια και το εφήβαιο που κουρνιάζει μέσα σε ένα “έτοιμο πρός εξερεύνηση” άγριο δάσος του παίρνουν τα μυαλά.


Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Η Χιονάτη τον περιμένει πώς και πώς να της φέρει όμορφα φορέματα και στολίδια, να τη ντύσει ή να τη γδύσει, το στόμα του αφήνει υγρά ίχνη πάνω στο λαιμό της και η γλώσσα του εξερευνά ακόμη και τις πιό κρυφές πτυχώσεις καταλήγοντας στα δαχτυλάκια των ποδιών της που τα πιπιλάει σαν νανούρισμα, ή μέχρις ότου εκείνη κοιμηθεί.


Η Κόμισσα όμως ζηλεύει. Μία μέρα που ο Κόμης έφυγε για κυνήγήσει πάει στη Χιονάτη. Το κορίτσι πρόσχαρα τη χαιρετά και την μπάζει στο δωμάτιό της. Η προσωπικότητα της μικρής και ο ερωτισμός που αποπνέει πνίγουν την Κόμισσα που ξαφνικά αισθάνεται να ιδρώνει και να ερεθίζεται. Μεταξύ αστείου και σοβαρού, παίρνει τη Χιονάτη στα γόνατά της και σαν παιχνίδι, της βγάζει όλα τα ρούχα. Είναι πραγματικά ένα ώριμο φρούτο, η παράνοια κάθε ανθρώπινου πόθου. Αθώα φιλάει την Κόμισσα στο στόμα. Η τελευταία όμως έχει συμβουλευτεί τον Μάγο της κοινότητας, που την προμήθευσε με ένα μαγικό ραβδί. Γυρίζει το χυτό κορμί στα γόνατά της και μη μπορώντας να αντισταθεί απο το μισοφέγγαρο των οπισθίων, τα θωπεύει και αφήνει τα δάχτυλά της να εισβάλλουν στις οπές που προσφέρονται. Εκείνη του πρωκτού φέρνει τρεμουλο και αναστεναγμούς, εκείνη όμως του αιδοίου προκαλεί αντίσταση και δάκρυα. Η Κόμισσα εξοργίζεται. Διαπιστώνει ότι ο άνδρας της δεν την ξεπαρθένεψε ακόμη γιατί την ερωτεύτηκε. στη γυάλα θα την βάλει, κορώνα στο κεφάλι του. Οι ελπίδες της για γρήγορη διακόρρευση που θα οδηγούσε στην επανάληψη του πάθους και μετά στη βαρεμάρα της μονοτονίας, διαψεύθηκαν. Η Χιονάτη πρέπει να εξοντωθεί. Θυμωμένη σηκώνει το μαγικό ραβδί και χτυπάει δυνατά τον ποπό της μικρής 3 φορές. Το κορίτσι ξεφωνίζει μετά απο κάθε χτύπημα και στο τέλος λιποθυμάει.


Η Κόμισσα τα έχει σχεδιάσει όλα. Εμφανίζεται ο Μάγος και τυλίγει το λιπόθυμο σώμα με ένα ριχτάρι. Εχει οδηγίες να το αφήσει στη μέση της σκοτεινής ζούγκλας, βορά για τα θηρία. Φθάνοντας όμως σε ένα ξέφωτο δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και ανοίγει το ύφασμα. Είναι πραγματικά εξαίσια η μικρή παρόλλες τις ματωμένες χαρακιές της τιμωρίας. Κρίμα να χαθεί τέτοια σαγήνη. Γρήγορα τη ξεπαρθενιάζει απο πίσω. Δεν υπάρχει αντίσταση μόνο μερικές κεχριμπαρένιες στάλες ιδρώτα κοσμούν το πάνω χείλος του στόματός της. Ο Μάγος ξέρει τη δουλειά του, σε καθημερινή βάση καβαλλάει τη Κόμισσα και την ξεσκίζει απο πίσω, αν και πλέον έχει ξεχειλώσει και δεν έχει τη γλύκα της σφιχτής σάρκας του παρελθόντος. Νά όμως που υπάρχουν και τα έκτακτα! Τελειώνοντας, χύνει πάνω στο πρόσωπο της Χιονάτης βροντοφωνάζοντας ένα δυνατό ξόρκι. Μετά την τύλιξε με το ριχτάρι και την απίθωσε σε ένα άλλο σημείο του δάσους, κοντά σε έναν καταυλισμό ξυλοκόπων. Στην Κόμισσα είπε ότι την στραγγάλισε και εκείνη του έδωσε τη μεγαλύτερη ανταμοιβή: Τον σύστησε στην Αντι-Βασίλισσα σαν τον καλύτερο Μάγο της Ινδίας. Η τύχη του πήρε άλλο δρόμο.


Τη Χιονάτη την ανακάλυψαν οι 7 ξυλοκόποι μέσα στο δάσος, τη σήκωσαν, τη μετέφεραν στο χώρο τους, τη ξετύλιξαν, έπλυναν τις πληγές και την επίδεσαν. Κοιμώντουσαν και οι 7 μαζί στον ίδιο κοιτώνα. Οταν η μικρή ξύπνησε και άρχισε να αναρρώνει τους ευχαριστούσε κάθε μέρα που την έσωσαν, εκτελούσε χρέη νοικοκυράς το πρωϊ και τις νύχτες κοιμόταν με τον κάθε ξυλοκόπο εκ περιτροπής. Οι οποίοι της έκαναν έρωτα πάντα απο πίσω. Και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Εκτός απο τον Κόμη που τρελλάθηκε όταν επέστρεψε απο το κυνήγι και δεν βρήκε τη Χιονάτη. Αντ’ αυτής βρήκε την Κόμισσα με 1001 δικαιολογίες στο στόμα, την απείλησε, την έδειρε, τη πέταξε σε ένα μπουντρούμι και τελικά του είπε ότι χάθηκε η μικρή παίζοντας στο δάσος. Εξαλλος, την αποκεφάλισε, οργάνωσε ένα απόσπασμα και ξεχύθηκε αναζητώντας την Αγάπη του.
Τη βρήκε στους 6 μήνες. Σε ένα ρεματάκι την είδε να πλένει ρούχα, έτρεξε κοντά της, εκείνη όμως μόλις τον είδε το έβαλε στα πόδια και κλειδαμπαρώθηκε σπίτι της. Τη δεύτερη φορά την παρακολούθησε και με φρίκη διαπίστωσε τη παρουσία των 7 ανδρών και τη κοινή τους ζωή. Αν εκείνη τη στιγμή είχε την Κόμισσα στα χέρια του θα την έκοβε κομματάκια. Παρόλλη τη πίκρα του, πήγε και της χτύπησε τη πόρτα όταν έλειπαν οι 7. Του άνοιξε τη πόρτα αλλά δεν τον άφηνε να μπεί μέσα παρόλλο που εκείνος γονατιστός την εκλιπαρούσε. Η Χιονάτη όμως δεν ήθελε να ξαναγυρίσει κοντά στη Κόμισσα για να φάει κι άλλο ξύλο. Ετσι αρνήθηκε τα παρακάλια και τον πέταξε έξω. Την τρίτη φορά ο Κόμης, πήγε και βρήκε τους 7 ξυλοκόπους, τους εξήγησε ποιός ήταν και τι του ήταν η μικρή (χωρίς πολλές λεπτομέρειες) και εκείνοι του είπαν ποιοί ήσαν, πώς βρήκαν το κορίτσι και πώς ζούσαν μαζί (χωρίς όμως πολλές λεπτομέρειες) και κατέληξαν ότι είναι θέμα το κορίτσι να διαλέξει με ποιον/ποιούς θέλει να ζεί. Ο Κόμης προσκλήθηκε επισήμως στο σπίτι των ξυλοκόπων, η Χιονάτη κάθισε ανάμεσά τους, άκουσε τις ιστορίες τους, ιδιαίτερα εκείνη του αποκεφαλισμού της Κόμισσας, είπε και τη δική της (χωρίς πολλές λεπτομέρειες) μέχρι που ο Κόμης γονάτισε και της ζήτησε επισήμως το χέρι της για να την κάνει γυναίκα του. Δέχτηκε και ο γάμος τους ήταν λαμπρός.


Την πρώτη νύχτα του γάμου ο Κόμης την ξεπαρθένεψε κανονικά και το σεντόνι της παρθενικότητας κρεμάστηκε απο το παράθυρο του πιό ψηλού Πύργου. Τους ξυλοκόπους που τη σεβάστηκαν, τους διόρισε προσωπικούς της φρουρούς και εκείνη του έκανε ένα τσούρμο παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Αλλα άσπρα, άλλα μαύρα και άλλα ασπρόμαυρα.
Και το ηθικό όλων κρατήθηκε ακμαιότατο εις τον αιώνα των αιώνων αμήν!