CLICK HERE FOR BLOGGER TEMPLATES AND MYSPACE LAYOUTS »

26/11/08

Το παράθυρο

Κουρασμένος γύρναγε κάθε βράδυ απο τη δουλειά του. Σπάνια έτρωγε στο σπίτι του, συνήθως στο γραφείο τσίμπαγε για μεσημέρι κάτι και μετά έτρωγε έξω ό, τι ήθελε με κάποιο ποτό. Μετά είτε συνέχιζε τη βραδυά του σε κανένα μπάρ αν ήταν Παρασκευή, ή προτιμούσε στριπτηζάδικο αν η γκόμενα δεν μπορούσε να βγεί έξω μαζί του. Μπορεί να πήγαινε και με καμιά πόρνη.
Και η ζωή του συνεχιζόταν μέχρι το Μάϊο. Γιατί τότε νοικιάστηκε το διαμέρισμα, στο σπίτι απέναντι. Σε μία γυναίκα. Που ζούσε μόνη της μάλλον.
Είδε που μετέφεραν τα πράγματά της οι μεταφορείς και εκείνη την έκοψε λίγο ενώ έσκυβε να μαζέψει κάτι, τούρλωσαν τα πισινά της στον αέρα και αμέσως ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του. Μόλις είχε (ξανα)γαμίσει τη γκόμενά του που κοιμόταν στη κρεββατοκάμαρα και νάτο πάλι όρθιο το πέος του να χαιρετά στρατιωτικά τα καπούλια της γειτόνισσας.
Απο την ημέρα εκείνη άρχισε να μαζεύεται τα βράδυα στο σπίτι του. Να φέρνει το φαγητό του μαζί και να τρώει μέσα. Μετά τράβαγε τις κουρτίνες, έσβηνε το φώς γδυνόταν απο τη μέση και κάτω, φόραγε τα κυάλια.. και παρακολουθούσε..το παράθυρο της απέναντι.


Η γυναίκα γύριζε απο τη δουλειά της, έκλεινε τη πόρτα πίσω της και μετά άρχιζε να πετάει τα ρούχα της όπου εύρισκε. Δεν έκανε τον κόπο να τραβάει τις κουρτίνες γιατί πίστευε ότι όντας στο ψηλώτερο σημείο της πολυκατοικίας, ποιός θα την έβλεπε; Ποτέ δεν φαντάστηκε τον ηδονοβλεψία διαγώνια που την έτρωγε με τα μάτια. Της άρεσε να κυκλοφορεί ολόγυμνη μέσα στο σπίτι της. Απο το πρωϊ ώς το βράδυ ήταν τσιτσίδι. Ετρωγε, πλενόταν, έβλεπε τηλεόραση, καθάριζε ολόγυμνη.
Επίσης γυμνή υποδεχόταν τους φίλους της. Ερχονταν πάντα δύο άντρες μαζί. Τους άνοιγε τη πόρτα φορώντας μία ρόμπα η οποία έπεφτε στο πάτωμα όταν έκλεινε πίσω τους η πόρτα. Την κάθιζαν στα γόνατά τους και τη πασπάτευαν, την έγλειφαν, τους πιπιλούσε εναλλάξ, πιπίλαγε τον έναν ενώ ο άλλος της τον έχωνε και μετά βύζαινε τον άλλον. Μετά τους σερβίριζε και τρώγανε και οι τρείς τους, πάντα γυμνοί. Μερικές φορές κοιμόντουσαν μαζί, άλλες πάλι φεύγανε και κοιμόταν μόνη της. Στο διάστημα αυτό ο ηδονοβλεψίας μας τόπαιζε συνέχεια, έχυνε, του ξανασηκωνόταν και ξαναέχυνε μέχρι που δεν άντεχε άλλο. Αν η βραδυά τελείωνε νωρίς και τον βαστούσαν τα πόδια του έβγαινε έξω και ψάρευε καμμιά πουτάνα, την οποία πήδαγε σχεδόν επιτόπου στο πίσω κάθισμα, ώστε να του φύγει η κάψα. Προσωρινά πάντα.

Το μοιραίο Σάββατο ήρθε. Η γειτόνισσα μαγείρευε πυρετωδώς. Γυμνή βέβαια. Εστρωνε το τραπέζι, ταχτοποιούσε τα μαχαιροπήρουνα.. Στις 9 το βράδυ άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι της…που ήταν όλες γυναίκες. Κανένας άντρας πουθενά. Ηρθαν με τα παλτά τους και τις γούνες τους και όταν τα έβγαζαν εμφανίζονταν να είναι μόνο με τα εσώρουχα. Μερικές φορούσαν κάλτσες, ζαρτιέρες και μεσοφόρια, ενώ άλλες μόνο ένα στρίνγκ. Και γόβες στιλέττο πάντα. Γελούσαν και χωράτευαν η μιά για την αμφίεση της άλλης, μερικές πιο τολμηρές ήδη χαϊδεύονταν. Ειδε ένα ζευγάρι κοριτσιών που προσπαθούσε η μία να βγάλει το σλιπάκι της άλλης με τα δόντια της μόνο.. κόντεψε να πάθει αποπληξία ο ηδονοβλεψίας μας, κόλλησε το μέτωπό του στο τζάμι, καιγόταν σαν να είχε 40 πυρετό.

Και τότε χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του. Στην αρχή δεν το άκουσε..έπιασε το τρίτο χτύπημα. Ηταν γυμνός, γρήγορα άρπαξε ένα μπλου τζήν το φόρεσε και άνοιξε τη πόρτα. Μπροστά του, μέσα σε ένα ολόλευκο γούνινο παλτό ήταν η γειτόνισσά του. Χωρίς να του πεί τίποτα, τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα. Μετά τον τράβηξε πρός τα έξω..ίσα που πρόλαβε να βάλει τα παπούτσια του και να ρίξει κάτι επάνω του. Τον οδήγησε απέναντι στο σπίτι της, απ οπου ακουγονταν γέλια και μουσική. Στο ασανσέρ, άνοιξε το παλτό της και τον άφησε να τη κυττάξει απο κοντά..ήταν τέλεια σύμφωνα με το γούστο του, τα βυζιά της βαριά περίμεναν να τα ζυγίσει στα χέρια του και το μουνί της..καστανόξανθο, καμμία σχέση με τα ξυρισμένα που είχανε οι πόρνες. Το μόνο κόσμημα που φορούσε ήταν ένα φιογκάκι μαύρο βελούδο πάνω στις τρίχες του πουλιού της. Αχχχ! Να το ξεσκίσει με τα δόντια του...

Με το που μπήκε στο σαλόνι με τις ημίγυμνες γυναίκες έπεσε σιωπή. Η γειτόνισσά του στάθηκε απο πίσω του και του κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του. Πετάχτηκε αγριεμένο το πέος του έξω, κόντευε να σκάσει. Και μετά έγινε πανζουρλισμός.
Ολες μα όλες χύμηξαν επάνω του, τον θέλανε τώρα και αμέσως, η μία τον φίλαγε ή άλλη τον χάϊδευε, τον γδύσανε στο λεπτό, τον γλείψανε και άρχισαν να παίζουν μαζί του. Δεν βιάζονταν, όλες θα τον δοκίμαζαν κι άν κουραζόταν..θα συνέχιζαν να παίζουν μεταξύ τους.
Κι αν αρνιόταν; Ε! θα τον εξημέρωναν με μερικά μπατσάκια, αρνάκι θα γινόταν.
Τι το ωραιότερο, ε;
Θ.Λ