CLICK HERE FOR BLOGGER TEMPLATES AND MYSPACE LAYOUTS »

27/11/08

Darling

Το μπλόγκ είναι συλλογικό. Για την ώρα είμαστε δύο, εκείνη και εγώ. Εκείνη γράφει φαντασιώσεις της, που είχε, που έχει, ή και που έχει πραγματώσει κάποτε, κάπου, με κάποιους. Η Θ.Λ. είναι μια γυναίκα με πείρα απο τη ζωή. Γνωριστήκαμε εδώ. Ποτέ δεν με έχει δεί, ούτε και εγώ εκείνη. Τα γραπτά της με καυλώνουν αφάνταστα. Οι προστυχιές που της σφυρίζω στο αυτί με e-mails της κόβουν την ανάσα. Χύνουμε και οι δυό, εκείνη σπίτι της, εγώ στη τουαλέττα του γραφείου. Μετά βγαίνω έξω και είμαι μιά χαρά. Μέχρι να ξανακαυλώσω. Α! Και που είστε, μάγκες - όσοι τη διαβάζετε. Δεν είναι δυνατόν να είναι 80 ετών, είναι μικρότερη γιατί οι λειτουργίες της θα είχαν σβήσει στα 80, εγώ την κάνω για καμμιά 60αριά, που δεν τη πηδάνε, λυσσασμένη γι' άντρα.

Και εσύ τι είσαι;
Εγώ είμαι ο διαχειριστής, ο αιώνιος εραστής του κώ-λου, της μυξοπαρθένας που όλο λέει ότι φαντασιώνεται να την κω-λο τρυπάνε αλλά όταν φθάσεις εκεί, δεν θέλει. Αμα της υποσχεθείς στεφάνι, το σκέφτεται, αμα της πάρεις δαχτυλίδι σου φέρνει και τη βαζελίνη. Και μετά τα αχ και βάχ δεν μαζεύεται. Μόνο τέτοιο θέλει σε ολες τις φάσεις, λυτή-δεμένη, απο πάνω, απο κάτω, θέλει και μπατσάκια όταν ξαπλώνει μπρούμυτα στα γόνατά μου, αλλά μου τσακίζει το πορτοφόλι για εσώρουχα, χέστηκα της τόχω πεί αν θα φοράει βελούδινο σουτιέν, εμένα οι σκληρές ρώγες μ' αρέσουν γυμνές και ιδρωμένες. Εκείνη όμως όλο και διπλώνεται σε δαντέλες που βλέπεις και δεν βλέπεις. Την ερεθίζουν στο δέρμα της. Και θέλει το φώς σβηστό ώστε να θεωρεί ότι τη βιάζουν. Αρα εκείνη δεν φταίει που γουστάρει κιόλας. Αβυσσος η ψυχή της γκόμενας. Δεν το πολυσκέφτομαι, πάω για μία..

Σε φιλώ (εκεί που θέλεις)

Darling

26/11/08

Το παράθυρο

Κουρασμένος γύρναγε κάθε βράδυ απο τη δουλειά του. Σπάνια έτρωγε στο σπίτι του, συνήθως στο γραφείο τσίμπαγε για μεσημέρι κάτι και μετά έτρωγε έξω ό, τι ήθελε με κάποιο ποτό. Μετά είτε συνέχιζε τη βραδυά του σε κανένα μπάρ αν ήταν Παρασκευή, ή προτιμούσε στριπτηζάδικο αν η γκόμενα δεν μπορούσε να βγεί έξω μαζί του. Μπορεί να πήγαινε και με καμιά πόρνη.
Και η ζωή του συνεχιζόταν μέχρι το Μάϊο. Γιατί τότε νοικιάστηκε το διαμέρισμα, στο σπίτι απέναντι. Σε μία γυναίκα. Που ζούσε μόνη της μάλλον.
Είδε που μετέφεραν τα πράγματά της οι μεταφορείς και εκείνη την έκοψε λίγο ενώ έσκυβε να μαζέψει κάτι, τούρλωσαν τα πισινά της στον αέρα και αμέσως ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του. Μόλις είχε (ξανα)γαμίσει τη γκόμενά του που κοιμόταν στη κρεββατοκάμαρα και νάτο πάλι όρθιο το πέος του να χαιρετά στρατιωτικά τα καπούλια της γειτόνισσας.
Απο την ημέρα εκείνη άρχισε να μαζεύεται τα βράδυα στο σπίτι του. Να φέρνει το φαγητό του μαζί και να τρώει μέσα. Μετά τράβαγε τις κουρτίνες, έσβηνε το φώς γδυνόταν απο τη μέση και κάτω, φόραγε τα κυάλια.. και παρακολουθούσε..το παράθυρο της απέναντι.


Η γυναίκα γύριζε απο τη δουλειά της, έκλεινε τη πόρτα πίσω της και μετά άρχιζε να πετάει τα ρούχα της όπου εύρισκε. Δεν έκανε τον κόπο να τραβάει τις κουρτίνες γιατί πίστευε ότι όντας στο ψηλώτερο σημείο της πολυκατοικίας, ποιός θα την έβλεπε; Ποτέ δεν φαντάστηκε τον ηδονοβλεψία διαγώνια που την έτρωγε με τα μάτια. Της άρεσε να κυκλοφορεί ολόγυμνη μέσα στο σπίτι της. Απο το πρωϊ ώς το βράδυ ήταν τσιτσίδι. Ετρωγε, πλενόταν, έβλεπε τηλεόραση, καθάριζε ολόγυμνη.
Επίσης γυμνή υποδεχόταν τους φίλους της. Ερχονταν πάντα δύο άντρες μαζί. Τους άνοιγε τη πόρτα φορώντας μία ρόμπα η οποία έπεφτε στο πάτωμα όταν έκλεινε πίσω τους η πόρτα. Την κάθιζαν στα γόνατά τους και τη πασπάτευαν, την έγλειφαν, τους πιπιλούσε εναλλάξ, πιπίλαγε τον έναν ενώ ο άλλος της τον έχωνε και μετά βύζαινε τον άλλον. Μετά τους σερβίριζε και τρώγανε και οι τρείς τους, πάντα γυμνοί. Μερικές φορές κοιμόντουσαν μαζί, άλλες πάλι φεύγανε και κοιμόταν μόνη της. Στο διάστημα αυτό ο ηδονοβλεψίας μας τόπαιζε συνέχεια, έχυνε, του ξανασηκωνόταν και ξαναέχυνε μέχρι που δεν άντεχε άλλο. Αν η βραδυά τελείωνε νωρίς και τον βαστούσαν τα πόδια του έβγαινε έξω και ψάρευε καμμιά πουτάνα, την οποία πήδαγε σχεδόν επιτόπου στο πίσω κάθισμα, ώστε να του φύγει η κάψα. Προσωρινά πάντα.

Το μοιραίο Σάββατο ήρθε. Η γειτόνισσα μαγείρευε πυρετωδώς. Γυμνή βέβαια. Εστρωνε το τραπέζι, ταχτοποιούσε τα μαχαιροπήρουνα.. Στις 9 το βράδυ άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι της…που ήταν όλες γυναίκες. Κανένας άντρας πουθενά. Ηρθαν με τα παλτά τους και τις γούνες τους και όταν τα έβγαζαν εμφανίζονταν να είναι μόνο με τα εσώρουχα. Μερικές φορούσαν κάλτσες, ζαρτιέρες και μεσοφόρια, ενώ άλλες μόνο ένα στρίνγκ. Και γόβες στιλέττο πάντα. Γελούσαν και χωράτευαν η μιά για την αμφίεση της άλλης, μερικές πιο τολμηρές ήδη χαϊδεύονταν. Ειδε ένα ζευγάρι κοριτσιών που προσπαθούσε η μία να βγάλει το σλιπάκι της άλλης με τα δόντια της μόνο.. κόντεψε να πάθει αποπληξία ο ηδονοβλεψίας μας, κόλλησε το μέτωπό του στο τζάμι, καιγόταν σαν να είχε 40 πυρετό.

Και τότε χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του. Στην αρχή δεν το άκουσε..έπιασε το τρίτο χτύπημα. Ηταν γυμνός, γρήγορα άρπαξε ένα μπλου τζήν το φόρεσε και άνοιξε τη πόρτα. Μπροστά του, μέσα σε ένα ολόλευκο γούνινο παλτό ήταν η γειτόνισσά του. Χωρίς να του πεί τίποτα, τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα. Μετά τον τράβηξε πρός τα έξω..ίσα που πρόλαβε να βάλει τα παπούτσια του και να ρίξει κάτι επάνω του. Τον οδήγησε απέναντι στο σπίτι της, απ οπου ακουγονταν γέλια και μουσική. Στο ασανσέρ, άνοιξε το παλτό της και τον άφησε να τη κυττάξει απο κοντά..ήταν τέλεια σύμφωνα με το γούστο του, τα βυζιά της βαριά περίμεναν να τα ζυγίσει στα χέρια του και το μουνί της..καστανόξανθο, καμμία σχέση με τα ξυρισμένα που είχανε οι πόρνες. Το μόνο κόσμημα που φορούσε ήταν ένα φιογκάκι μαύρο βελούδο πάνω στις τρίχες του πουλιού της. Αχχχ! Να το ξεσκίσει με τα δόντια του...

Με το που μπήκε στο σαλόνι με τις ημίγυμνες γυναίκες έπεσε σιωπή. Η γειτόνισσά του στάθηκε απο πίσω του και του κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του. Πετάχτηκε αγριεμένο το πέος του έξω, κόντευε να σκάσει. Και μετά έγινε πανζουρλισμός.
Ολες μα όλες χύμηξαν επάνω του, τον θέλανε τώρα και αμέσως, η μία τον φίλαγε ή άλλη τον χάϊδευε, τον γδύσανε στο λεπτό, τον γλείψανε και άρχισαν να παίζουν μαζί του. Δεν βιάζονταν, όλες θα τον δοκίμαζαν κι άν κουραζόταν..θα συνέχιζαν να παίζουν μεταξύ τους.
Κι αν αρνιόταν; Ε! θα τον εξημέρωναν με μερικά μπατσάκια, αρνάκι θα γινόταν.
Τι το ωραιότερο, ε;
Θ.Λ

14/11/08

Σ' αρέσει

Σ' αρέσει το σέξ
Σ' αρέσουν οι άντρες, ώριμοι, όψιμοι, ντροπαλοί ή μουρντάρηδες;
Σ' αρέσουν τα σιγανά ποταμάκια που σιγοψιθυρίζουν βρωμόλογα στ' αυτί σου όταν σε πηδάνε ή προτιμάς αυτούς που απλά βογγάνε και σε αφήνουν να κάνεις εσύ όλη τη δουλειά;


Σ' αρέσουν οι γυναίκες;
Ομορφες, λυγερές, ψηλές, κοντές, ξανθιές, μελαχροινές, πρωτάρες, παρθένες ή και μυξιάρες;
Παχουλές, βυζαρούδες, μεγαλούλες αλλά με πείρα, ιδανικές για πίπα, τον παίρνουν και απο πίσω παρόλλα τα κόλπα ότι "εγώ δεν..ποτέ-ποτέ πρίν απο εσένα..", οσίες μαρίες, γυναίκες όλων των ειδών .

Μήπως ντρέπεσαι που σ' αρέσουν αυτά που σ' αρέσουν;
Τότε έρχονται οι φαντασιώσεις. Μη θεωρήσεις ότι οι δικές σου είναι και οι μοναδικές, τη νύχτα όλες οι γάτες είναι μαύρες. Ολοι έχουν φαντασιώσεις, ακόμη και εκείνοι που ζούν για το κρεββάτι.
Είσαι στο σωστό μέρος.
Βάλε το χέρι σου στο πουλί σου και παίχτο. Η βάλε τη παρέα σου να στο παίξει με το χέρι ή με τη γλώσσα. Τόλμα και διηγήσου φωναχτά τη φαντασίωση. Είναι σκέτη καύλα. Θα δείς!

Καλή σου στιγμή
Σε φιλώ (εκεί που θέλεις)
Darling

13/11/08

Βαγόνι

Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια της μέσα στο ημίφως. Κύτταξε το ρολόϊ της και πετάχτηκε επάνω. Είχε αργήσει ανελέητα. Επρεπε ήδη να βρίσκεται στο δρόμο για τη συνέντευξη της πρώτης της δουλειάς. Ντύθηκε στο άψε-σβήσε, ευτυχώς που είχε διαλέξει τι θα φόραγε χθές, μία μαύρη φουστίτσα και ένα μαύρο κυριλε μπλουζάκι με λευκά πουά. Υπήρχε και σακκάκι αλλά μάλλον δεν θα άντεχε να το φορέσει, ζέστη αφόρητη σήμερα μές τον Ιούνιο..και που να έρθει και ο Αύγουστος. Βάφτηκε, χτενίστηκε και βγήκε τρέχοντας.

Μέσα σε 10 λεπτά ήταν μέσα στον ηλεκτρικό. Κατάμεστο το βαγόνι, στριμώχτηκε πρός το κοντινώτερο παράθυρο, να αναπνέει τουλάχιστον λίγο αεράκι. Το τραίνο μπήκε στη σήραγγα και …έκοψε ταχύτητα…μέχρι που σταμάτησε εντελώς.“Αγαπητοί επιβάτες, λόγω της ηλεκτροδότησης θα υπάρχουν διακοπές, παρακαλούμε για την υπομονή σας” είπε το άπονο μηχανάκι ανακοινώσεως και ο κόσμος μούγκρισε αγριεμένος, όλοι στριμώχτηκαν γύρω της. Πρός το παράθυρο, σκέφτηκε..χμμ ίσως και όχι.

Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα σώμα μπροστά να κολλάει στο δικό της, στριφογύρισε προσπαθώντας να το αποφύγει, δεν υπήρχε που να πάει, πίσω της η πόρτα..ένα χέρι σαν φίδι χώθηκε κάτω απο το μπλουζάκι της. Στριφογύρισε αλλά ήταν δύσκολο να το αποφύγει, άσε που ένα γόνατο την κάρφωσε κυριολεκτικά πάνω στη πόρτα του τραίνου, τώρα ήταν ζουληγμένη και ακίνητη, έρμαιο των δαχτύλων που ανέβαιναν πρός τα πάνω, παρέκαμψαν το σουτιέν και βρήκαν τη ρώγα. Την τσίμπησαν απότομα ενώ το άλλο χέρι, έκλεινε το στόμα της, μπουκώνοντας έτσι την κραυγή. Χείλια κόλλησαν στο αυτί της
“Αν μιλήσεις θα πονέσεις ΠΟΛΥ”,
δάκρυσε και συναίνεσε..το τσίμπημα χαλάρωσε, τα δάχτυλα την άφησαν και σκούπισαν τα δάκρυά της. .για να πάνε πρός τα πίσω, τον σβέρκο και πρός το σουτιέν.Το ξεκούμπωσαν - που ήταν στραπλες - και απαλά το τράβηξαν. Εφυγε ολόκληρο και πήγε στον νέο ιδιοκτήτη που ξεφυσώντας το έβαλε μάλλον στη τσέπη του.
Τρόπαιο.

Τα βυζιά ελεύθερα αναπήδησαν, ήταν και βαριά πανάθεμά τα, οι ρώγες σκληρές καρφώθηκαν στα χέρια της σκιάς που έπαιξε με το βάρος σαν ζογκλέρ. Η ανάσα της βαριά, ο κόσμος γύρω της φώναζε και ίδρωνε..σπρωξίδι και μουρμούρα. Τα χέρια ξαφνικά την άφησαν και κατέβηκαν πρός τον κώλο της, η φούστα σηκώθηκε απότομα, αισθάνθηκε το σλιπάκι της να κόβεται απο κάτι κοφτερό, και πραγματικά, διαλύθηκε, τινάχτηκε μήπως το περισσώσει και άκουσε ένα πνιγμένο γέλιο.. το δικό του.
Τρόπαιο νούμερο 2.
Χριστέ μου! Ξαναστριφογύρισε μήπως ξεγλυστρίσει, μήπως σωθεί, το γόνατο την προειδοποίησε χτυπώντας τη ελαφρά. “Κάτσε καλά..γιατί” Πέτρωσε.
Το πέος του τη χτύπησε απότομα, πάνω στο πουλί της που ήταν ήδη υγρό. Με τέτοιο στρίμωγμα ήταν αδύνατο να μπεί..και ευτυχώς δηλαδή, φτάνει το ρεζιλίκι που έτρωγε. Τρίφτηκε με γρήγορες κινήσεις πάνω στο ξυρισμένο της αιδοίο, μπραζίλιαν το λένε, τι τόθελε να το κάνει?, ορίστε για ποιόν.. τον ανώμαλο του βαγονιού. Εχυσε γρήγορα και τραβήχτηκε, της έβαλε το σκισμένο κυλοττάκι στο χέρι και εκείνη κάπως σκουπίστηκε…το τραίνο άρχισε να κινείται πάλι.. Θέε μου μόνο να προλάβει, γύρισε με τη πλάτη στο κάθαρμα και ίσιωσε τα ρούχα της. Να φύγει, να φύγει.

Οταν άνοιξαν οι πόρτες πετάχτηκε έξω σαν φυλακισμένο πουλάκι…έτρεξε στο πρώτο καφενείο, μπήκε στην τουαλέττα έξαλλη, να περισώσει ότι μπορούσε. Καταστροφή!. Οι ρώγες της ήταν ακόμη ερεθισμένες και διαγράφονταν λίγο απο την μπλούζα..τις έβρεξε με χλιαρό νερό μπάς και ηρεμήσουν και πλύθηκε και απο κάτω, διόρθωσε το μακιγιάζ και ξεκίνησε με τα πόδια. Είχε αργησει στην συνέντευξη. Η πρώτη της προσπάθεια για δουλειά ήταν χαμένη. Αλλά τουλάχιστον θα πήγαινε.

Η ρεσεψιονίστ, την υποδέχθηκε, της έδειξε το ασανσέρ, την πόρτα του ραντεβού. Μία αδιάφορη γραμματεύς πήρε τα στοιχεία της χωρίς να σηκώσει τα μάτια επάνω της. Την έβαλε να καθίσει σε ένα απρόσωπο σαλονάκι. Σε είκοσι λεπτά τη φώναξαν. Μπήκε μέσα ήταν ένας άντρας πίσω απο το γραφείο του που μελετούσε το φάκελλο με το βιογραφικό της. Χωρίς να της πεί να καθίσει την κύτταξε αυστηρά και της έκανε παρατήρηση για την αργοπορία της. Εκείνη ψέλλισε την αλήθεια για τη διακοπή του ρεύματος. Τη μισή βέβαια αλήθεια.

Η συνέντευξη πήγε πολύ καλά. Οι ερωτήσεις δύσκολες, οι απαντήσεις καίριες. Στο τέλος ο άνδρας χαμογέλασε και της είπε ότι πέρασε απο τη δοκιμασία. Η εταιρεία του ήθελε να την προσλάβει και ο ίδιος ευχαρίστως θα την είχε σαν βοηθό του. Τη σύμβαση θα την υπέγραφε απο Δευτέρα αλλά απο τώρα της έδωσε ένα φάκελλο με διάφορα έγγραφα να τα μελετήσει το σαββατοκύριακο. Δώσανε τα χέρια, τον ευχαρίστησε και χαρούμενα κατέβηκε κάτω. Βγήκε απο το κτίριο αλλά στάθηκε και άνοιξε το φάκελλο να δεί τι είχε μέσα.
Εψαξε, είδε ότι είχε πολλά άσπρα χαρτιά και ανάμεσά τους ένα μπέζ στράπλες σουτιέν.

Wet

Η βροχή ξέσπασε ξαφνικά ενώ έβγαινε απο το γραφείο..είπε να ξαναμπεί μέσα αλλά σχόλαγαν όλοι, οπότε δεν το διακινδύνεψε.
Τυλίχθηκε γρήγορα με το κασκώλ της στο κεφάλι και το αδιάβροχο και άρχισε να τρέχει πρός τον υπόγειο. Οι δρόμοι γεμάτοι νερά, τα πεζοδρόμια επίσης. Οι γόβες δεν βοηθούσαν, παρόλλο που απέφευγε τα νερά, γέμισαν τα πόδια της λάσπες. Στάθηκε στην άκρη του δρόμου για να περάσει απέναντι. Ο βιαστικός οδηγός πέρασε κοντά της σηκώνοντας ένα συντριβάνι λασπόνερου που την περιέλουσε και εξαφανίσθηκε. Εκανε ένα βήμα πίσω και σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο..ζαλίστηκε και όλα έσβησαν.

Ενοιωσε χέρια να προσπαθούν να τη σηκώσουν. Σχεδόν αφέθηκε αλλά μετά στηρίχθηκε επάνω τους και τρικλίζοντας στάθηκε όρθια. Ενας άνδρας ακαθορίστου ηλικίας, τυλιγμένος σε αδιάβροχο την ρώταγε πώς αισθάνεται και αν θέλει να την πάει πουθενά.. Εγνεψε ναί, ίσα που μπορούσε, κάτι έσταζε απο τα μαλλιά της, ένα κομμάτι λάσπη, αχχ! Τι φρίκη. Την έπιασε αγκαζέ και την οδήγησε πρός το κοντινώτερο πάρκινγκ, μπήκαν σε ένα λευκό αυτοκίνητο και ξεκίνησαν.

Τα μάτια της τσούζαν φρικτά, έψαξε για ένα χαρτομάντηλο, δεν υπήρχε, τα σκούπισε στο μανίκι της αλλά πάλι τα ίδια. Δάκρυζαν συνέχεια, έτσι δεν μπόρεσε άμεσα να δεί που πήγαινε το αυτοκίνητο μέσα στην ομίχλη ο δρόμος μουντός μέχρις ότου η σιδερένια γκαραζόπορτα έκλεισε πίσω τους. Ανατρίχιασε καθώς κατάλαβε ότι δεν την πήγαινε σε κάποιο νοσοκομείο. Ο φόβος της έσφιξε τη καρδιά. Γύρισε κάτι να του πεί, ανασηκώθηκε κιόλας, όμως της ήρθε σκοτοδίνη και όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι.
Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και την βοήθησε να βγεί. Τα γυμνά της πόδια πάτησαν σε παγωμένο τσιμέντο, ανέβηκαν κρύες σκάλες και έφθασαν πάνω σε χαλί ή μοκέττα. Ετρεμε ολόκληρη. Τα χέρια, της έβγαλαν τα ρούχα όλα, το αδιάβροχο, το ταγιέρ της, πουκάμισο, μαντήλι, σουτιέν, καλσόν, σλιπάκι. Μία ζεστή πετσέτα την τύλιξε και την σήκωσαν αγκαλιά.
Ενα αχόρταγο στόμα κόλλησε στο δικό της, ανοίγοντας τα χείλια της και ρουφώντας ..το είναι της. Παρόλλοι που δεν ήθελε, ανταποκρίθηκε χαλαρώνοντας κάπως.

Βρέθηκε πάνω σε ένα μαλακό στρώμα ενώ η πετσέτα ξεδίπλωνε. Το σκοτάδι βαθύ, σήκωσε τα χέρια της, της είχαν κλείσει τα μάτια με ένα ύφασμα, έκανε να το βγάλει “αργότερα” είπε η φωνή και το παράτησε. Καλύτερα έτσι, ανώνυμη και χαλαρή. Τα χέρια την ξανασήκωσαν και μετά την άφησαν μέσα σε μία όαση ζεστού νερού..αχ! τι τύχη! ένα μπάνιο επιτέλους. Χαλάρωσε ενω το υδρομασσάζ της έγλειφε το ταλαιπωρημένο της κορμί. Τα χέρια του της έτριβαν τα μπράτσα, τους γλουτούς, το στήθος, το αιδοίο ειδικά εκεί μπήκαν και μέσα λίγο, προχώρησαν πρός τον πρωκτό και πάλι έξω..σκέτη απόλαυση, σκέτη ηδονή..σαν λουλούδι άνοιγε τα πέταλά της στην πρωϊνή αύρα..τυλίχθηκε στα χάδια και κοιμήθηκε.

..άκουσε το νερό να φεύγει απο τη μπανιέρα..ε μα γιατί; που πάς κάτσε λίγο ακόμη..κρυώνω. Οχι, όμως κάτι άλλο υπήρχε. Τη βοήθησε να σηκωθεί όρθια, η πετσέτα τη σκούπισε απαλά. Περπάτησε πάλι πάνω σε παγωμένα πλακάκια, μοκέττες και την κάθισε σε ένα ζεστό στρώμα..ανάσκελα, αναρρίγησε. Κάτι γυαλικα ακούστηκαν και τα χέρια άρχισαν να την αλείφουν με κάτι γλυστερό, να είναι λάδια, μήπως της κάνει και μασσάζ…
Τα μεγάλα ζεστά χέρια την άλειφαν παντού απο το πρόσωπο μέχρι και την κλειτορίδα της, ιδιαίτερα εκεί, άρχισε να αργοσαλεύει, να τρέμει, να βογγάει, φώναξε…και συνέχισε να τινάζεται ώσπου
έπεσε επάνω της απαιτητικά.. Επιτέλους!
Ο ένας οργασμός διαδεχόταν τον άλλο και τελειωμό δεν είχαν..πόσο θ’αντέξει όμως?

“Μη βιάζεσαι”, “όλο το weekend, δικό μας είναι” της είπε